ἐμβαδᾶς

ἐμβαδᾶς
ἐμ-βᾰδᾶς, , ,
A cobbler, name given to Anytus, Theopomp.Com.57, cf. Archipp.30.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐμβάδας — ἐμβάς felt shoe fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υφέλκω — και ὑφελκύω Α [ἕλκω / ἑλκύω] 1. έλκω κάτι με δόλιο ή με ήπιο τρόπο («ὁ δ ὕφελκε ποδοῑιν», Ομ. Ιλ.) 2. έλκω κάτι προς το μέρος μου με υπόγεια εκσκαφή («ὑφεῑλκον παρὰ σφᾱς τὸν χοῡν», Θουκ.) 3. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως επίθ.) ὑφέλκων ολισθηρός 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”